- χρονογράφος
- ο , η1) хроникёр; 2) фельетонист; 3) историк, пишущий хронику; летописец (ист. ); 4) физ. хронограф
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρονογράφος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονογράφος — ο, ΝΜΑ συγγραφέας χρονικών, χρονικογράφος νεοελλ. 1. (στη δημοσιογρ.) συγγραφέας χρονογραφημάτων 2. τεχνολ. α) συσκευή, κατά κανόνα μορφής ωρολογιού, η οποία, πέρα από την ένδειξη τής ώρας, έχει και καταμετρητή χρονικών διαστημάτων β) αυτογραφική … Dictionary of Greek
χρονογράφος — ο 1. αυτός που γράφει χρονικά. 2. αυτός που γράφει χρονογραφήματα στις εφημερίδες. 3. στην αστρονομία, όργανο μέτρησης του χρόνου κατά τις αστρονομικές παρατηρήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρονογράφοις — χρονόγραφος chronicler masc dat pl χρονογράφος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονογράφον — χρονογράφος masc/fem acc sg χρονογράφος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονογράφου — χρονόγραφος chronicler masc gen sg χρονογράφος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονογράφους — χρονόγραφος chronicler masc acc pl χρονογράφος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονογράφων — χρονόγραφος chronicler masc gen pl χρονογράφος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονογράφῳ — χρονόγραφος chronicler masc dat sg χρονογράφος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονογράφοι — χρονογράφος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονογραφώ — χρονογραφῶ, έω, ΝΜ [χρονογράφος] είμαι χρονογράφος νεοελλ. 1. (στη δημοσιογρ.) συντάσσω χρονογραφήματα 2. μετρώ με χρονογράφο … Dictionary of Greek